Αντί προλόγου


«Τα έργα του ιστορικού και του ταξιδιώτη συμβαδίζουν. Έχουν τις ίδιες αξιώσεις για ηθική ευθύνη, ευσυνειδησία και αντικειμενικότητα. Ο ιστορικός παραθέτει τα γεγονότα και την ερμηνεία τους. Ο περιηγητής καταχωρεί τις δικές του εμπειρίες. Αποθανατίζει το σκηνικό μιας δεδομένης στιγμής.…….Οι αφηγήσεις των περιηγητών είναι ζωντανές, αναφέρονται στην επικαιρότητα, στο “εν όψει”, έχουν φυσικότητα και φρεσκάδα. Αφελείς πολλές φορές, αλλά οπωσδήποτε αυθόρμητες ,ειλικρινείς και απρογραμμάτιστες»

Κυριάκος Σιμόπουλος

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008

Στοές στο "Ακόντισμα"

Στοές στο αρχαίο "Ακόντισμα" της Νέας Καρβάλης Καβάλας
Μια αναπάντεχη πληροφορία

Χωμένος στην πολυθρόνα μου απολάμβανα την άδεια μου διαβάζοντας, κάποια Χριστούγεννα λίγα χρόνια πριν όταν με δυνατές φωνές η κόρη μου μπήκε στο δωμάτιο, «μπαμπά - μπαμπά, ο Άγιος Βασίλης έρχεται στην Καρβάλη!!». Σάστισα για μια στιγμή, τι να κάνει στην Καρβάλη σκέφθηκα, μάλλον του παράγγειλαν κουραμπιέδες οι νάνοι και συνέχισα την μελέτη.
Όσοι είναι γονείς έχουν καταλάβει ήδη την συνέχεια, η θαλπωρή και η ηρεμία διαλύθηκε σαν σύννεφο στον δυνατό αέρα. Έπρεπε να υποκύψω, έπρεπε να την πάω να γνωρίσει τον καλοκάγαθο και γενναιόδωρο αυτόν θρύλο. Άλλωστε ούτε και εγώ είχα δει ποτέ μου έναν “Καππαδόκα” άγιο. Για να μην τα πολύ-γράφω “γενηθήτω το θέλημα σου”. Ώσπου να το καταλάβουμε ήμασταν ήδη στον λόφο της Καρβάλης περιχαρείς και στολισμένοι, οδεύοντας για την είσοδο της «σπηλιάς του Αϊ Βασίλη».
Η ατμόσφαιρα ήταν φανταστική. Η στοά φωτισμένη με κεριά έδινε την εντύπωση μυστηριακού τόπου, θύμιζε ταινίες με τον Ιντιάνα Τζόουνς και για να είμαι σύγχρονος της Λάρα Κροφτ. Βέβαια δεν υπήρχαν παγίδες, εκτός και αν κάποιος δεν πρόσεχε το κεφάλι του. Στο βάθος το τιμώμενο πρόσωπο, ο ίδιος ο Άγιος μεγαλοπρεπής και εντυπωσιακός, καθισμένος στην αναπαυτική του πολυθρόνα. Το ομολογώ ότι ο συγκερασμός αυτός της υπόγειας μαγείας, του Αγίου και του ημίφωτος ήταν κάτι που ακόμη θυμάμαι έντονα. Ακόμη εντονότερα όμως το θυμάται η μικρή, ιδιαίτερα μετά την παραλαβή του δώρου της και μάλιστα από τον ίδιο τον Αϊ Βασίλη.
Την συναγωνιζόμουν στην ικανοποίηση γιατί πήρα και εγώ ένα σημαντικό δώρο, την πρώτη μου επαφή με τις στοές. Δεν είναι ντροπή να παραδεχθώ ότι μέχρι τότε είχα την εντύπωση ότι η σπηλιά λαξεύτηκε ειδικά για τον Άγιο. Φυσικά δεν γνώριζα ούτε για το βάθος της ούτε για το ενδιαφέρον που τελικά παρουσίαζε. Πρόσεξα μόνο κάποιες διόδους κλειστές με πλέγμα, γεγονός που με έβαλε σε υποψίες για πιθανό δίκτυο στοών.
Έτσι παρέμειναν τα πράγματα για τα επόμενα δύο χρόνια, ώσπου να ξεκινήσω την σπηλαιολογία σοβαρά. Μια τυχαία σχεδόν υπενθύμιση από φίλο σπηλαιοερευνητή στάθηκε η αφορμή των επισκέψεων στις στοές.
Δύο συνολικά επισκέψεις πραγματοποιήθηκαν στις στοές, η πρώτη απλά διερευνητική η δεύτερη με περισσότερη σοβαρότητα και με την συμμετοχή μέλους αθηναϊκού σπηλαιολογικού συλλόγου. Φυσικά χρειαζόταν τουλάχιστον μια ακόμη επαφή για προσεκτικότερη παρατήρηση που πραγματοποιήθηκε το 2007. Η περιγραφή που ακολουθεί παρουσιάζει την τελική αξιολόγηση.
Η πρόσβαση είναι ιδιαίτερα εύκολη από το ‘’Ακόντισμα’’ το Λαογραφικό Χωριό που η ‘’Στέγη Πολιτισμού Ν. Καρβάλης’’ δημιούργησε με τα πρότυπα των οικισμών της Καππαδοκίας, πράξη για την οποία της αξίζουν τα εύσημα. Ο χρόνος από τον χώρο στάθμευσης του οικισμού έως την πρώτη σήραγγα είναι περίπου 5-10 λεπτά.

Στο πέρασμα των αιώνων

Θεωρώ απαραίτητο πριν περιγράψω τις στοές να αναφερθώ στην ιστορία της περιοχής, για λόγους βαθύτερης κατανόησης αυτών που ακολουθούν.
Το Ακόντισμα αναφέρεται στις αρχαίες πηγές σαν ο πρώτος σταθμός της Εγνατίας μετά την αρχαία Νεάπολη (μετέπειτα Χριστούπολη-σήμερα Καβάλα). Αρχικά η θέση του Ακοντίσματος τοποθετήθηκε σε λοφίσκο δυτικά της Ν. Καρβάλης, όπου είχαν βρεθεί τυχαία κατά τις εκσκαφές αξιόλογα αργυρά και χρυσά νομίσματα της εποχής της Δημοκρατίας. Το ‘’ανώνυμο Θασιακό εμπόριο’’ που εντοπίστηκε στον λόφο αυτό, είχε τραπεζόσχημο περίβολο τειχών στην κάτοψη, είχε καταστραφεί στον δυτικό βραχίονα και είχε υποστεί επισκευές. Η επιφανειακή κεραμική που συγκεντρώθηκε από τον εσωτερικό περίβολο χρονολογεί την ζωή του φρουρίου από τον 6ο π.Χ αιώνα έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Η ανακάλυψη ενός άλλου φρουρίου σε οχυρό λόφο ανατολικά της Ν. Καρβάλης μετέθεσε στην θέση αυτή το Ακόντισμα. Η περίβολος των τειχών, που όπως αναφέρει η Χ. Κουκούλη -Χρυσανθάκη «σώζεται σε όλη την περίμετρο του» αλλά την στιγμή αυτή μόνο σε δύο σημεία υπάρχει ένα τμήμα τους, στην Δυτική πλευρά του λόφου (απέναντι από τα νεκροταφεία) και το δεύτερο Ν.Δ.-Ν. Το υπόλοιπο έχει καταστραφεί με αποτέλεσμα να είναι ευδιάκριτή η πορεία του μόνο από την συσσώρευση λίθων στην βάση του. Όπως επίσης αναφέρει η ίδια σε κάποια σημεία του διακρίνονται λιθόπλινθοι χωρίς συνδετικό κονίαμα, τοιχοδομία που θυμίζει το υστεροαρχαϊκό τείχος της Οισύμης ή της Αντισάρας. Η επιφανειακή κεραμική άλλωστε έδωσε όστρακα από τον 4ο αι. π.Χ. Κατά την άποψη της αρχαιολόγου το φρούριο πρέπει να χτίστηκε παράλληλα με το αντίστοιχο στα Δυτικά της Ν. Καρβάλης, δηλ. στην αρχική του φάση να ήταν και αυτό ένα «Θασιακό Εμπόριο»[1]
Στους Ρωμαϊκούς χρόνους το Ακόντισμα είναι φρούριο και σταθμός της Εγνατίας (για την περιποίηση των αλόγων και την ανάπαυση των ταξιδιωτών).
Στους Βυζαντινούς χρόνους υπάρχει ακόμη φρούριο και μικρό πόλισμα με το ίδιο όνομα.
Κατά την τουρκοκρατία στην θέση αυτή υπάρχει μικρό χωριό με τούρκους κατοίκους με το όνομα Τριρπιντί Τσινάρ.
Αρκετοί περιηγητές δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση των οχυρώσεων του λόφου στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας. Αναφέρω ενδεικτικά σημεία των καταγραφών τους για την διεξαγωγή συμπερασμάτων. Από τον Clarke στο έργο του «Ταξίδια σε διάφορες χώρες» που εκδόθηκε το1802, γνωρίζουμε τα ακόλουθα: «….Και σε δύο ώρες από την στιγμή που αφήσαμε την Καβάλα, φτάσαμε σε ένα τσιφλίκι, όπως αποκαλείται στο ύπαιθρο, δηλαδή μια αγροτική εγκατάσταση που ονομαζόταν Τσαρπαντί, στην πλαγιά ενός λόφου. Από πάνω του προς τα αριστερά, βρίσκονταν τα ερείπια ενός οχυρού και οι τοίχοι οχυρωματικών πύργων……». Ο Β. Νικολαϊδης στο βιβλίο του «Οι Τούρκοι και η σύγχρονη Τουρκία» που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1859 αναφέρει: «…….Στην ανατολική άκρη της κοιλάδας ο δρόμος διασχίζει το χωριό Τσαρπαντί κοντά στους πρόποδες ενός απομονωμένου λόφου, σε απόσταση δύο ωρών από την Καβάλα. Τα ερείπια ενός μικρού οχυρού, που διακρίνεται ακόμη στην κορυφή του λόφου, μαρτυρεί ότι οι Αρχαίοι φοβούνταν μια απόβαση στις ακτές, όπου τα νερά είναι βαθιά, παρά το μικρό υψόμετρο της στεριάς……».
H θέση του οθωμανικού χωριού είναι αυτή που σήμερα υπάρχει το “αντίγραφο” χωριό, που μάλιστα είναι χτισμένο πάνω στα θεμέλια του παλαιότερου οικισμού, ακολουθώντας τα αρχιτεκτονικά σχέδια με ακρίβεια. Οι βούλγαροι το κατέστρεψαν ολοσχερώς κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Α’.Π.Π.).
Με την είσοδο των προσφύγων από την Καρβάλη της Καππαδοκίας, ο ήδη κατεστραμμένος οικισμός αποτελεί την πηγή υλικών για την οικοδόμηση στάβλων και άλλων οικημάτων με αποτέλεσμα να εξαφανισθεί, «εκ των θεμελίων» όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Ιστοσελίδα της Στέγης Πολιτισμού N. Καρβάλης. Η χρήση των υλικών που βρίσκονταν στην φύση, όπως τα ερείπια, ήταν άλλωστε μια πρακτική που την συναντούμε σε όλους τους προσφυγικούς οικισμούς. Έτοιμα υλικά όπως κατεργασμένες πέτρες και ότι άλλο είχε διατηρηθεί σε καλή κατάσταση, αποτελούσαν μια εύκολη και το σημαντικότερο μια ανέξοδη κατασκευαστική λύση.
Η Στέγη πολιτισμού Νέας Καρβάλης μόλις το 1983 αναλαμβάνει την κυριότητα του λόφου. Τότε κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την σημερινή του εξέλιξη αλλά και τα κρυμμένα μυστικά του. Το λατομείο που κάποτε παρείχε την πέτρα για την κατασκευή του δρόμου, μετατρέπεται στο σημερινό θέατρο που τόσες διεθνείς εκδηλώσεις έχει φιλοξενήσει. Το εκκλησάκι της Αναλήψεως το συντροφεύει μια και τίποτα άλλο δεν υπήρχε τότε στον λόφο. Το 1996 με ευρωπαϊκό πρόγραμμα, την συμβολή του υπουργείου ανάπτυξης και την αγάπη των ντόπιων για τον τόπο τους, ξεκινά η ανέγερση του Λαογραφικού Χωριού Ακοντίσματος, που δίνει άλλη πνοή στην σχέση του σήμερα με το χθες. Σήμερα είναι ένας υπέροχος τόπος διαμονής και γνωριμίας με την άγνωστη ιστορία του τόπου μας, μια και οι πρόσφατες ανασκαφές αποκάλυψαν ιδιαίτερα σημαντικά αρχαιολογικά στοιχεία.
Στην εφημερίδα χρονόμετρο (19.4.2005) διαβάζουμε τα εξής: « Στο δεύτερο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα, ανάγεται η ίδρυση του αρχαίου οικισμού που εντοπίστηκε στο λόφο του Ακοντίσματος στην Ν. Καρβάλη………..Από τα μέχρι στιγμής ευρήματα εκείνο που προκύπτει είναι, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε η κ. Νικολαϊδου - Πατέρα[2], ότι πρόκειται για μια αρχαία πόλη, που ήταν κρυμμένη στο λόφο του Ακοντίσματος και η οποία ιδρύθηκε πιθανότατα από τους Θασίους, καθώς είναι ένας ακόμη οικισμός της Περαίας των Θασίων προς το ηπειρωτικό τμήμα………….Μετά τους Θασίους η σκυτάλη πρέπει να πέρασε στους Μακεδόνες και η πόλη πρέπει να ενισχύθηκε από τον Φίλιππο Β΄ ο οποίος εγκατέστησε φρουρά. Ακολούθησαν αργότερα οι Ρωμαίοι, που χρησιμοποίησαν την πόλη ως σταθμό στην Εγνατία Οδό, η οποία εκτιμάται ότι διερχόταν βόρεια του οικισμού. Τέλος υπάρχουν ενδείξεις ότι η πόλη είχε ζωή μέχρι την ύστερη αρχαιότητα και τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια. Λόγω της στρατηγικής της θέσης αξιοποιήθηκε μέχρι τις ημέρες μας αφού υπάρχουν οχυρωματικά έργα που χρονολογούνται τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ενώ το πιο πρόσφατο κατασκευάστηκε το 1972……..Όπως προαναφέραμε η πόλη χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα και αυτή η χρονολόγηση έγινε βάση ενός χρυσού νομίσματος του βασιλέως Κασσάνδρου που βρέθηκε ανάμεσα στις πέτρες του τείχους. Μεταξύ των ευρημάτων είναι πολλά θραύσματα από αγγεία, τα οποία φέρουν σφραγίδες από εργαστήρια της Θάσου. Η πρώην έφορος Χάϊδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη, παρούσα επίσης στην ξενάγηση ήταν η πρώτη που το 1971 είχε ταυτίσει την θέση με τον οικισμό του αρχαίου Ακοντίσματος, έχοντας στοιχεία από διάφορες ιστορικές πηγές. Η ανασκαφή που διενεργείται αυτές τις ημέρες με την οικονομική ενίσχυση της Στέγης Πολιτισμού Ν. Καρβάλης, αποτελεί την επιβεβαίωση της ορθότητας της εκτίμησης……….»
Στο ίδιο θέμα, λίγους μήνες μετά, αναφέρθηκε και η εφημερίδα «Τα Νέα» (9.02.2006) γράφοντας τα παρακάτω: «……….Τα ίχνη της αρχαίας Εγνατίας Οδού έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στη Νέα Καρβάλη. Η κύρια πύλη πρόσβασης ενός αρχαίου οχυρού που αποκαλύφθηκε πρόσφατα σε συνδυασμό με την ανασκαφή της εξωτερικής πλευράς του τείχους αποδεικνύει, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους της IH' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, πως ο μεγάλος στρατιωτικός και εμπορικός δρόμος πρέπει να περνούσε από τον αυχένα του λόφου βόρεια από το σημείο όπου σήμερα έχει κατασκευαστεί η σύγχρονη Εγνατία. Και κατά συνέπεια η θέση να ταυτιστεί με το αρχαίο Ακόντισμα που αναφέρεται σε φιλολογικές πηγές ρωμαϊκών χρόνων ως σταθμός της Εγνατίας Οδού, η οποία ένωνε από τα μέσα του 2ου π.X. αιώνα τις ανατολικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με την πρωτεύουσα Ρώμη.
Η πύλη προστατευόταν από δύο πύργους - ένας στην νότια πλευρά και δύο στην βόρεια. Στην περιοχή βρέθηκαν χάλκινα νομίσματα του Μακεδόνα βασιλιά Κασσάνδρου (306 -297 π.X.), αλλά και κομμάτια οξυπύθμενων αμφορέων από την Θάσο, χρονολογούν τη θέση στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.X. Γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Κάσσανδρος θέλοντας να έχει τον έλεγχο του πανάρχαιου δρόμου που προϋπήρχε της Εγνατίας Οδού και οδηγούσε από την Ανατολή στη Μακεδονία οχύρωσε το ύψωμα αυτό. H θέση μάλιστα ήταν τόσο σημαντική ώστε ακόμη και στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως χαράκωμα.
Στην ίδια περιοχή εντοπίστηκε οχυρωμένος παραθαλάσσιος οικισμός του 6ου π.X. αιώνα που αποτελούσε εμπορικό σταθμό της Θάσου για την εκμετάλλευση της πλούσιας σε ξυλεία και μεταλλεύματα ενδοχώρας……»
Αντιλαμβανόμαστε εύκολα από τα προαναφερθέντα την διαχρονικότητα αλλά και την σημαντικότητα της περιοχής τόσο στρατιωτικά όσο και εμπορικά- οικονομικά. Άλλωστε ο ορεινός όγκος της περιοχής συνολικότερα είναι κατάμεστος από μεταλλευτικές στοές από τις οποίες γινόταν εξόρυξη σιδήρου, χαλκού και ευγενών μετάλλων. Στην περιοχή Χαλκερού υπάρχουν σιδηρομεταλλεύματα που εμφανίζουν υψηλούς δείκτες περιεκτικότητας χρυσού και αργύρου.[3]
Λίγο βορειότερα από το Ακόντισμα, στην περιοχή Λεύκης επίσης έχουν βρεθεί αρκετές στοές και σωροί εκκαμινευτικών σκουριών. Αλλά και ο ευρύτερος ορεινός όγκος της Λεκάνης παρουσιάζει ιδιαίτερο μεταλλευτικό ενδιαφέρον.

Εκ βαθέων…..

Μετά το εκκλησάκι της Αναλήψεως, στον λόφο βόρεια του λιθόχτιστου οικισμού του “Ακοντίσματος” και χαμηλά αριστερά από το μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή του, βρήκαμε την πρώτη εγκατάσταση (μεγάλη κυκλική κατασκευή από μπετόν διαμέτρου περίπου 6 μέτρων), η οποία χρησίμευε σαν βάση βαρέως πυροβόλου. Η είσοδος της στοάς ήταν ευρύχωρη και η μόνη που είχε επιπλέον κατασκευή σε σχήμα αψίδας από μπετόν, εμφανώς πρόσφατη, υποθέσαμε του Α’ ή Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Επίσης η μόνη με νοτιοδυτικό προσανατολισμό με θέα την Ν. Καρβάλη, ενώ οι υπόλοιπες πέντε επιτηρούσαν τον Νότο ελέγχοντας απόλυτα την πλευρά της θάλασσας.
Και οι έξι αυτές κατασκευές (βάσεις) ήταν πανομοιότυπες έχοντας τόσο κατασκευαστικές όσο και λειτουργικές ομοιότητες. Στην βόρεια πλευρά της κάθε βάσης υπάρχουν είσοδοι λαξευμένοι στον βράχο που σηματοδοτούν τις στοές. Αυτές με την σειρά τους δικτυώνονται μεταξύ τους δημιουργώντας έτσι ένα σύμπλεγμα όπου εμφανώς αποτελούσε κάλυψη και μάλιστα άριστη, αφού ο συμπαγής βράχος δεν επέτρεπε την είσοδο βλημάτων. Υπήρχαν αρκετές έξοδοι διαφυγής συνήθως λίγα μέτρα απόσταση από την κύρια είσοδο της στοάς. Άλλωστε όπως ανέφερα σχεδόν όλα επικοινωνούσαν μεταξύ τους έτσι ώστε κάποιος εύκολα να μετακινηθεί από την στοά A στην στοά ΣΤ και αντίστροφα με δυνατότητα να βρεθεί και στις ενδιάμεσες στοές. Ακόμη χαρακώματα με ενδιάμεσα πολυβολεία και κρύπτες συμπλήρωναν την αμυντική οχύρωση. Η απόσταση μεταξύ των βάσεων πυροβόλων ήταν περίπου 25-30 μέτρα.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορέσαμε να διαχωρίσουμε τις μεταγενέστερες κατασκευές από τις προϋπάρχουσες. Υπήρξε αρχικά η σκέψη ότι οι βάσεις των πυροβόλων κατασκευάστηκαν μετά την βουλγαρική κατοχή, από τον ελληνικό στρατό. Πληροφορία όμως από κάτοικο της Ν. Καρβάλης αργότερα μας έκανε να αλλάξουμε την άποψη μας. Αναφέρθηκε ότι οι σύμμαχοι είχαν διαρρεύσει παραπλανητικές πληροφορίες για την μεγάλη απόβαση - που τελικά πραγματοποιήθηκε στην Νορμανδία- η οποίες ήθελαν την απόβαση στην θαλάσσια περιοχή της Καβάλας. Όπως πριν ανάφερα από τους περιηγητές ακόμη υποστηριζόταν η καταλληλότητα του σημείου για προσβολή από την θάλασσα. Θα ήταν λογικό τα μεγάλα αυτά πυροβόλα να τοποθετήθηκαν στον λόφο από τον βουλγαρικό στρατό κατοχής, για την απώθηση των συμμαχικών δυνάμεων. Δυστυχώς η καταστροφή των στρατιωτικών αρχείων από τους βουλγάρους και η έλλειψη κάθε πληροφορίας σχετικής με τις αμυντικές τους κατασκευές, μας ανάγκασε να αρκεστούμε σε υποθέσεις και ανεξακρίβωτες πληροφορίες.
Οι περισσότερες ενδιάμεσες στοές είχαν μεγαλύτερο πλάτος βάσεως από ότι οροφής σχηματίζοντας έτσι ένα σχεδόν οξυκόρυφο σχήμα (σχ.2). Τα μεγαλύτερα έμοιαζαν με αίθουσες και είχαν αρκετά μεγάλες διαστάσεις με ίδιο πλάτος οροφής και βάσεως. Υπήρχε μόνο ένα επίπεδο στοών, σχεδόν οριζόντιο προς το έδαφος, χωρίς μεγάλες κλίσεις, σκαλοπάτια ή διακοπές από βάραθρα. Μόνο στα σημεία εισόδου Α & Β υπήρχαν κάθοδοι που εξυπηρετούνται από χτιστά σκαλοπάτια, κατασκευασμένα πολύ πρόσφατα με επένδυση πλακών σχιστόλιθου.
Ο εξαερισμός των στοών ήταν ιδιαίτερα καλός λόγω των πολλών εισόδων – εξόδων και του μικρού βάθους της διείσδυσης στον λόφο. Για τον λόγο αυτό δεν υπήρχαν φρεάτια εξαερισμού, η επίσκεψη τους γενικά ήταν απόλυτα ασφαλής.
Ικανοποιητικός αριθμός νυκτερίδων εντοπίστηκε σε ευρύχωρη στοά στο βάθος της εγκατάστασης, που φανερά ενοχλήθηκαν από την παρουσία μας. Στην ίδια στοά αντικρίσαμε κάτι που στην αρχή μας τρόμαξε. Κουρέλια από ρούχα, παπούτσια και κουβέρτες είχαν καλύψει κυριολεκτικά το δάπεδο. Κάποια άθλια παπούτσια πεταμένα εδώ και εκεί, καθώς και σκουριασμένα κουτιά από κονσέρβες συμπλήρωναν αυτή την απάνθρωπη εικόνα. Ένας αρουραίος σεβαστών διαστάσεων, προσπάθησε να κρυφτεί μόλις μας αντιλήφθηκε. Ίσως να ήταν το καθαρότερο πλάσμα εκεί μέσα. Δεν αργήσαμε φυσικά να καταλάβουμε τι είχε συμβεί, το σημείο ήταν στάση ανάπαυσης και κάλυψης λαθρομεταναστών. Το τραγικό της κατάστασης ήταν ότι ο έλεγχος των συνοριοφυλάκων ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω. Ποιος θα μπορούσε όμως να το σκεφθεί, όταν οι περισσότεροι αγνοούν την ύπαρξη των στοών.
Δεν υπήρχαν μπαζωμένα τμήματα, εκτός από μία μόνο στοά, αλλά συναντήσαμε “τυφλούς’’ διαδρόμους που πιθανά χρησίμευαν στην διευκόλυνση της κυκλοφορίας και την αποσυμφόρηση των στοών. Το μόνο τμήμα όπου υπήρχαν μπάζα, ήταν στην πρώτη βάση, κινούμενοι αριστερά από την είσοδο στην μεγάλη στοά που καταλήγει σε άλλη έξοδο οχυρωμένη, (οδηγεί σε χαράκωμα και μάλιστα έχει χτιστεί μέρος της για να στενέψει η έξοδος). Εκεί είχε μειωθεί το ύψος λόγω της εναπόθεσης υλικών στο έδαφος, αλλά και πάλι παραμένει ένας πολύ ευρύχωρος διάδρομος σε σχήμα παραλληλόγραμμου και όχι οξυκόρυφο όπως τα υπόλοιπα. Νομίζω ότι είναι και η μόνη με αυτό το σχήμα (βλ.σχ.1).
Η σύνδεση της με την κύρια είσοδο του συμπλέγματος (σημείο Α) δικαιολογεί τους ιδιαίτερα ευρύχωρους χώρους σαν “στρατηγείο” ή θαλάμους οπλιτών και πυρομαχικών (το ίδιο συναντάμε και στις στοές του τελωνείου της Καβάλας). Άλλωστε είναι η μοναδική που ήταν προστατευμένη από μια πιθανή απόβαση από την θάλασσα λόγω του προσανατολισμού της προς την Ν. Καρβάλη. Βέβαια εάν δεχθούμε την θεωρία του “στρατηγείου” τα μπάζα στο δάπεδο πρέπει να τοποθετήθηκαν μετά την χρήση της στοάς ως τέτοιο χώρο. Πρόκειται λοιπόν ή για υλικά που μεταφέρθηκαν από έξω, ή που από ισχυρή έκρηξη αποκολλήθηκαν από την οροφή.
Σε διάφορα σημεία εντοπίστηκαν ξύλινες σφήνες στο βράχο στο ύψος σχεδόν της οροφής, μερικές από αυτές είχαν ακόμη καρφιά στην επάνω μεριά τους που πιθανά χρησίμευαν για την στερέωση καλωδίων ή φωτιστικών μέσων.
Βόρεια από τις εγκαταστάσεις στην κορυφή του λόφου, υπάρχουν τα απομεινάρια καστρικής οχύρωσης, χαρακωμάτων και του παλαιού οικισμού. Επίσης υπάρχουν τομές στο έδαφος χαμηλότερα στην Βόρεια πλευρά και κλιμακωτού βάθους με κατάληξη περίπου 3-4 m στον πυθμένα, πλάτους περίπου 2 m. Υποθέσαμε ότι ξεκίνησαν με σκοπό την διάνοιξη στοών και ένωση με τις υπόλοιπες (στην εμπρός-νότια πλευρά του λόφου) αλλά δεν συνεχίστηκαν οι εργασίες για κάποιους λόγους άγνωστους σε εμάς αυτή την στιγμή. Η άλλη σκέψη είναι ότι απλά επρόκειτο για κρύπτες. Εντοπίζονται εύκολα από τις συκιές που έχουν φυτρώσει στο εσωτερικό τους και είναι ευδιάκριτες και έξω από την τομή (4-5 m ύψος συνολικά). Πληροφορία από τον κο Καπλάνη Ιωσηφίδη αναφέρει ότι χρησίμευαν σαν κάλυψη αντιαεροπορικών.
Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι παρά την οργανωμένη οχυρωματική εγκατάσταση δεν φαίνεται το παραμικρό από την πεδιάδα και την θάλασσα, τουλάχιστον όσο αφορά τις σύγχρονες εγκαταστάσεις οχύρωσης. Το αρχαίο τείχος ήταν ευδιάκριτο ακόμη και από τους πρόποδες του λόφου, άλλωστε αυτός ήταν ένας από τους ρόλους του, η αποθάρρυνση των εχθρών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση των αμυντικών στοιχείων του λόφου με τα γειτονικά κτίσματα που εξυπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό. Το αξιοπερίεργο είναι ότι υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση στον χρόνο κατασκευής των έργων αλλά και συνέπεια στα σημεία που εντοπίζονται.
Ο λόφος έχει οπτική επαφή με το οχυρά Α, Β και Γ τα οποία κατασκευάστηκαν το 1914 και εποπτεύουν την πεδιάδα του Χαλκερού, την περιοχή της Άσπρης άμμου, το Καρά Ορμάν (περιγιάλι), τα ορεινά περάσματα από βορρά και την θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Ν. Καρβάλης. Το οχυρό Α που βρίσκεται στο ακρωτήριο «σπαθί» ελέγχει το θαλάσσιο πέρασμα αλλά και το φυσικό πέρασμα από όπου τώρα πλέον διέρχεται η Ν. Εγνατία. Το οχυρό Β βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον κόμβο της Καρβάλης στην Νέα Εγνατία, στο σημείο των φαναριών. Αν σηκώσει κανείς το βλέμμα του στην κορυφή του λόφου, ακριβώς απέναντι από τα φανάρια (προς βορρά), μπορεί να δει τα υπολείμματα των αμυντικών έργων. Δεν μπορεί όμως να φανταστεί την έκταση και την ποιότητα της στρατιωτικής αυτής κατασκευής εάν δεν την επισκεφθεί από κοντά. Για τους ορεξάτους λοιπόν προτείνω μια ανάβαση στο εκπληκτικό αυτό σημείο, που αν δεν τους ενθουσιάσει σαν κατασκευή, θα τους αποζημιώσει σίγουρα σαν θέα. Βορειότερα του οχυρού B, βρίσκεται το οχυρό Γ στην θέση της “Παλιάς πύλης” της Καβάλας για τους διερχόμενους από ανατολάς, όπου η φυσική αποκοπή των εχθρών ήταν δεδομένη λόγω του δύσβατου της περιοχής. Η περιοχή μεταξύ των δύο αυτών θέσεων ονομάστηκε “Κανόνια” και αποτελούσε στο παρελθόν ισχυρή θέση άμυνας. Για το θέμα των οχυρώσεων του 1914, αλλά και αρχαιότερων που έχουν εντοπιστεί στην περιοχή και κατά την άποψη μου παρουσιάζουν μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον, επιφυλάσσομαι να επανέρθω με ειδικό άρθρο σύντομα, γιατί τους αξίζει αναγνώριση.
Ενδιάμεσα στους δύο λόφους μεταξύ οχυρού Β & Γ υπάρχει ένα υπέροχο πέτρινο φυλάκιο που είναι ορατό και από την Ν. Εγνατία. Είναι ορατό επίσης από τα περισσότερα σημεία της Καβάλας, αλλά και από τον κάμπο δυτικά της Ν. Καρβάλης. Το διπλό τείχος που το προστάτευε από ανατολικά ήταν ιδιαίτερα μεγάλο και ενισχυμένο και σήμερα ακόμη διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Ενημερώθηκα από τον Κο Μπακιρτζή Α. της Εφορίας Βυζαντινών αρχαιοτήτων Καβάλας (12η ΕΒΑ) ότι πρόκειται για βυζαντινό φυλάκιο κατασκευασμένο τον 13ο αι. Σε λίγα χρόνια όμως τόσο το τείχος, όσο και το φυλάκιο θα σωριαστούν, αν δεν τύχουν προσοχής και συντήρησης.
Από τον απέναντι του Ακοντίσματος λόφο, όπου υπάρχουν οι τηλεπικοινωνιακές κεραίες, ξεκινά επίσης ένα τείχος που συνεχίζει και αγκαλιάζει τον αμέσως επόμενο ανατολικό λόφο. Τα ορατά ερείπια του αποτελούνται από μικρούς λίθους σε συσσώρευση, χωρίς συνδετικό υλικό και το περίγραμμα πύργων είναι ορατό με προσεκτική παρατήρηση. Βρέθηκαν ωστόσο και στοιχεία νεότερων κατασκευών όπως πολυβολεία και χαρακώματα συνδεδεμένα με ο τείχος. Υποθέσαμε από την κεραμική ότι πρόκειται για παλαιότερη του 20ου αι. στρατιωτική εγκατάσταση, η οποία δέχθηκε συντήρηση και αλλαγές για χρήση της τον προαναφερόμενο αιώνα. Η κοντινή του απόσταση από τον λόφο του Ακοντίσματος καθώς και η εποπτεία του σε αυτόν, μας έκανε να το θεωρήσουμε ως συμπληρωματική οχυρή θέση. Δεν γνωρίζουμε άλλα στοιχεία μια και η βιβλιογραφική έρευνα δεν απέδωσε κάποια σχετική πληροφορία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περιγραφή του ταγματάρχη μηχανικού, Νικολάου Σχινά[4] (1886) στο έργο του “Οδοιπορικαί Σημειώσεις” όπου αναφέρει για τους λόφους αυτούς: «Ύπερθεν του φρουρίου και της πόλεως Καβάλας υπέρκεινται άδενδρα και δύσβατα πετρώδη υψώματα δεσπόζοντα της τε πόλεως και του φρουρίου και κατέχοντα οχυρές θέσεις. Επί τούτων επί Ενετοκρατίας ανηγέρθησαν πύργοι μέχρις τη σήμερον διατηρούμενων η κατάληψης και οχύρωσης προφυλάσσει την πόλιν από εισβολής εκ των οδών Δράμας, Ελευθερουπόλεως και Σαρί-σαμπαν (Χρυσούπολη)».
Δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσουμε ότι και στην σημερινή της μορφή η οχύρωση αυτή παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με την αρχαία οχύρωση. Προστατεύουν και οι δύο τα σημαντικά περάσματα και συγκοινωνιακά δίκτυα. Έχει υποστηριχθεί η τοποθέτηση της αρχαίας Εγνατίας λίγο βορειότερα από την σημερινή της χάραξη. Αυτό μας κάνει να υποθέσουμε ότι στην διάρκεια των αιώνων η περιοχή αποτέλεσε και αποτελεί ακόμη σημείο επικοινωνίας από και προς την ανατολή.
Σοφά τοποθετημένα λοιπόν τα οχυρά αυτά, σε συνδυασμό με το Ακόντισμα δίνουν την εντύπωση απροσπέλαστου τόπου καλυμμένου τόσο τεχνητά όσο και φυσικά (έλη και χαράδρες, απόκρημνα περάσματα, σημεία ελέγχου, κ.α.). Ελπίζουμε όμως ποτέ πλέον να μην χρειαστεί να αποδειχθεί η στρατιωτική τους προσφορά, παρά μόνο να αποτελέσουν σημεία περιήγησης και έρευνας στην φύση και την ιστορία.

Επίλογος

Με την σύντομη περιγραφή αυτή των στοών και της αρχαίας και νεότερης οχύρωσης του Ακοντίσματος, προσπαθήσαμε να μεταδώσουμε το στίγμα της σημαντικότητας της περιοχής. Στόχος μας ακόμη ήταν η πρόκληση, αν το θέλετε ο ερεθισμός των αναγνωστών, ώστε να ασχοληθούν έμπρακτα με τα άγνωστα μνημεία του νομού και να συμβάλλουν τόσο στην έξοδο τους από την αφάνεια, όσο και στην ανάδειξη και προστασία τους.
Ευχή όλων μας πιστεύουμε ότι είναι η αξιοποίηση του πλούτου του τόπου μας, πέρα από πολιτικά, κομματικά ή ακόμη και προσωπικά συμφέροντα, δημιουργώντας ακόμη ένα αρχαιολογικό χώρο στο νομό μας. Έτσι θεωρούμε ότι θα ενωθούν οι κρίκοι της ιστορικής αλυσίδας και θα δυναμώσει η άρρηκτη σχέση με το παρελθόν.
Ας μην ξεχνάμε τον αρχαιολογικό πλούτο του Παγγαίου, των Φιλίππων, τα διάσπαρτα άγνωστα μνημεία στα ορεινά της Λεκάνης και του Συμβόλου και τόσα άλλα που παραμένουν στην αφάνεια. Ευχής έργο θα ήταν να σκύψει η πολιτεία στο πρόβλημα αυτό, ξεκινώντας από το μουσείο των Φιλίππων που για χρόνια είναι μη επισκέψιμο και να προχωρήσει στην ανάδειξη και των υπολοίπων μνημείων του νομού.
Είναι χρέος μας στις νέες γενιές να μεταλαμπαδεύσουμε την αγάπη για την ιστορία μας αλλά και την αναγκαιότητα για την προστασία του μέλλοντος μας. Χωρίς γνώση του παρελθόντος, το μέλλον είναι αβέβαιο.


[1] Χ.Κουκούλη – Χρυσανθάκη: Οι αποικίες της Θάσου στο Β. Αιγαίο. Νεώτερα ευρήματα.(σ.321)

[2] Αρχαιολόγος της ΙΗ Εφορίας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, η οποία επόπτευσε την ανασκαφή συνεπικουρούμενη από την Ιωάννα Πατέρα – Νικολαϊδου, τότε φοιτήτρια αρχαιολογίας.
[3] Μνήμη Λαζαρίδη, Τα μέταλλα της Θασιακής Περαίας, Χ. Κουκούλη – Χρυσανθάκη σελ. 511
[4] Σχινάς Θ. Νικόλαος, Οδοιπορικαί Σημειώσεις – Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας, Μακεδονίας τεύχος Β’, τύποις Messager D’ Athenes, 1886.

Δεν υπάρχουν σχόλια: